- σιαλοφάγος
- -ο, θηλ. και -α, Νιατρ. αυτός που πάσχει από σιαλοφαγία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» + -φάγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιαλοφαγία — η, Ν [σιαλοφάγος] 1. ιατρ. κατάποση υπερβολικής ποσότητας σάλιου, συνήθως σε περιπτώσεις σιαλόρροιας, αλλά και σε συνδυασμό με αεροφαγία 2. (κτην.) (κυρίως στα άλογα) παθολογικό φαινόμενο που παρατηρείται συχνά στα άλογα και κατά το οποίο το ζώο… … Dictionary of Greek